Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ - Η Παιδεία έχει γίνει μια αφαίρεση

[ "Οι κάτοικοι του δυστυχισμένου αυτού αρχιπελάγους", γράφει ο Έλιοτ στα 1923 για τον πληθυσμό της Μελανησίας "πεθαίνουν κυρίως γιατί ο 'Πολιτισμός' που τους ανάγκασαν να δεχτούν, τους στέρησε από κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. Πεθαίνουν από καθαρή πλήξη. Όταν το κάθε θέατρο αντικατασταθεί από 100 κινηματογράφους, όταν το κάθε μουσικό όργανο αντικατασταθεί από 100 γραμμόφωνα, όταν το κάθε άλογο αντικατασταθεί από 100 φτηνά αυτοκίνητα, όταν γίνει βολετό για το κάθε παιδάκι, με τη βοήθεια των ηλεκτρικών εφευρέσεων, ν' ακούει τα παραμύθια της γιαγιάς του από ένα μεγάφωνο, ... δε θα είναι διόλου εκπληκτικό αν ο πληθυσμός ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου ακολουθήσει γρήγορα την τύχη των Μελανησίων." - άπό Γ. Σεφέρη, Δοκιμές, τ. Α' ]

Είναι δυνατόν η διάθεση για μόρφωση να είναι μεγαλύτερη εκεί όπου υπάρχουν δυσκολίες για την απόκτησή της - δυσκολίες όχι ανυπέρβλητες αλλά που μπορεί να υπερνικηθούν μόνο με ορισμένες θυσίες και στερήσεις.

Εάν αυτό είναι έτσι, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι όταν οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές για την παιδεία οδηγούν σε μια αδιαφορία γι' αυτήν· και ότι η παγκόσμια επιβολή της παιδείας ως τα χρόνια της ωριμότητας μοιραία θα δημιουργήσει μια εχθρική διάθεση απέναντί της. Ένας υψηλός μέσος όρος γενικής μόρφωσης είναι ίσως κάτι λιγότερο απαραίτητο σε μια πολιτισμένη κοινωνία απ' ό,τι είναι ο σεβασμός για τη μάθηση...

Αντί να επιχειρούμε ν' αποδείξουμε την αξία της αμφίβολης υπόθεσης ότι οι νέοι δεν μπορεί παρά να ωφεληθούν απ' όσα το δυνατόν περισσότερα χρόνια διδασκαλίας μπορούμε να τους δώσουμε, καλύτερα θα ήταν να παραδεχθούμε ότι οι συνθήκες ζωής στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία είναι σε τέτοιο βαθμό αξιοθρήνητες, και οι ηθικές αναστολές έχουν σε τέτοιο βαθμό εξασθενήσει, που δεν μπορούμε παρά να παρατείνουμε τη σχολική διδασκαλία των νέων απλώς και μόνο επειδή δεν ξέρουμε πια τι να κάνουμε για να τους σώσουμε. Αντί να συγχαίρουμε τον εαυτό μας για την πρόοδό μας, κάθε φορά που το σχολείο αναλαμβάνει ακόμη μία ευθύνη που ως τώρα είχαν οι γονείς, θα ήταν ίσως καλύτερα να παραδεχθούμε ότι έχουμε φθάσει σ' ένα στάδιο πολιτισμού στο οποίο η οικογένεια είναι ανεύθυνη, ή ανεπαρκής, ή ανίσχυρη· στο οποίο δεν μπορεί να περιμένει κανείς από τους γονείς ν' αναθρέψουν τα παιδιά τους σωστά· στο οποίο πολλοί γονείς δεν έχουν αρκετά χρήματα για να τα διαθρέψουν όπως πρέπει, και δεν θα ήξεραν πώς, κι αν ακόμη είχαν τα μέσα...

Θα ήταν ανακριβές να πει κανείς για ένα μέλος μιας πρωτόγονης κοινωνίας, για έναν έμπειρο αγρότη μιας οποιασδήποτε εποχής, ότι ήσαν ημιμαθείς ή κάτι λιγότερο από ημιμαθείς ή ότι η μόρφωσή τους ήταν ενός οποιουδήποτε άλλου κατώτερου επιπέδου. Η παιδεία με τη σύγχρονη έννοια εξυπονοεί μια κοινωνία στο στάδιο της αποσύνθεσης, όπου και έχουμε φθάσει στο σημείο να θεωρούμε ώς δεδομένο ότι πρέπει να υπάρχει ένα κριτήριο μόρφωσης, ανάλογα με το οποίο ο καθένας είναι απλώς περισσότερο ή λιγότερο μορφωμένος. Εξού και η παιδεία έχει γίνει μια αφαίρεση...

* * *

Ίσαμ' ένα σημείο, η θυσία ορισμένων δυνατοτήτων για να πραγματοποιηθούν άλλες, είναι ένας όρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως και της ζωής γενικά. Στη ζωή, ο άνθρωπος που αρνιέται να θυσιάσει οτιδήποτε για να κερδίσει κάτι άλλο, καταλήγει σε μετριότητα ή αποτυχία· μόλου που, από την άλλη μεριά, υπάρχει ο ειδικός, που έχει θυσιάσει πάρα πολλά για πάρα πολύ λίγα, ή που είναι από τη φύση του ο τέλειος ειδικός ώστε δεν έχει τίποτα να θυσιάσει.

Σημειώσεις για τον ορισμό της κουλτούρας (μτφρ. Ν. Ησαΐα, Αθήνα 1980, αποσπάσματα από τις σελ. 125-6 και 131-2)
Επτά δοκίμια για την ποίηση (μτφρ. Μ. Λαϊνά, Αθήνα 1982, απόσπασμα από την σ. 67)

Παιδαγωγική αφυδάτωση...

Πάει το ξορκίσαμε, για δυο ακόμη χρόνια, ετούτο το κακό, ετούτη την πράσινη, σιχαμερή κατάρα των εξετάσεων του ΑΣΕΠ. Εκείνο, όμως, που δεν ξορκίζεται εύκολα είναι όλες αυτές τις διδακτικές μαλακίες, που είναι αναγκασμένος να απομνημονεύσει κανείς, προκειμένου να φανεί «καταρτισμένος», «πλήρης», «επαρκής». Άλλως ειπείν «πρόστυχος», «υποκριτής», «επαμφοτερίζων». Παπαγαλίζοντας σημαντικά ονόματα - κενά προσώπων - αποστηθίζοντας τις καθωσπρέπει ατάκες - ακάλυπτες ψυχικά - είμαστε ικανοί να υποδυθούμε τους απαιτητικότερους ρόλους, να ξεγελάσουμε την αυστηρότερη επιτροπή. Έτσι, προς μεγάλη μου θλίψη, διαπιστώνω καθημερινά πως εκεί έξω εξακολουθούν να κυκλοφορούν καθηγητές με «ειδικό βάρος»: εκπαιδευτικοί που δε σηκώνουν την κωλάρα τους από την έδρα (ίσως μόνο για εξαέρωση), που τολμούν να καπνίζουν μέσα στην τάξη (διακριτικά, βεβαίως, δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο), που «την έχουν δει μαγκιά» και «κοντά στους νέους» να βωμολοχούν σα γριές πουτάνες, που παλεύουν να κάνουν ήσυχα κι ανώδυνα τη «δουλίτσα» τους, να «βγάλουν την ύλη», να «προχωρήσουν στο επόμενο κεφάλαιο», να προχωρήσουν, να προχωρήσουν, να...

Κάποτε, καταλήγουν επιτυχείς μα μονάχοι, σ’ ένα τόπο ξερό, άνυδρο, ερημωμένο. Δεν υπάρχει κανείς εκεί να επικροτήσει την αυτιστική τους αυτοθυσία. Σκοντάφτοντας, ακούνε μόνο την ηχώ από την περπατησιά τους και το πέρνουνε για χειροκρότημα. Υποκλίνονται και ψοφάνε, κάποτε, επίπεδοι σαν τηλεοπτικοί ήρωες. Όμως οι ύλη ολοκληρώθηκε, οι στόχοι επετεύχθησαν! Παρ’ όλα αυτά οι μαθητές απέτυχαν, κανείς δεν εκπλήσσεται κι ο κόσμος γυρίζει όμορφα, χωρίς ενόχους, χωρίς υπεύθυνους, παρά μόνον με εξιλαστήρια θύματα, αμήν! Δεν είναι πολλά, όλα αυτά τα ρημάδια της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, δεν είναι όμως και λίγα. Παντού και πάντα, θα ανακαλύψεις και μια νέα, ιδιάζουσα περίπτωση. Ωστόσο, εκρίθησαν κάποτε «κατάλληλοι», «επαρκείς», «καταρτισμένοι». Φυσικά! Μαϊμουδίζοντας εγκυκλοπαιδικά λήμματα, έδειξαν ότι ξέρουν να φάνε μια μπανάνα, χωρίς να τους τρέχουν τα σάλια. Ωστόσο, κανείς δεν είναι εκεί, μέσα στην τάξη, όταν αποκαλύπτεται η αληθινή τους φύση, όταν πετούν όπου βρουν τις μπανανόφλουδες, όταν γεμίζουν τον κόσμο με τα απεκκρίματά τους.

Είναι προφανές πως τα ουσιαστικά ερωτήματα, που θέτει ο ΑΣΕΠ, παρακάμπτονται με ευκολία. Μόνο αν είναι κανείς ηλίθιος, δεν έχει αντιληφθεί ακόμη τη φιλοσοφία των παιδαγωγικών ερωτήσεων: για όλα υπεύθυνος είναι ο καθηγητής! Λες κι ο καθηγητής δεν είναι του κόσμου τούτου! Εξωγήινος κι υπερβατικός, κατήλθε στη γη μας σε ανύποπτο χρόνο, ανεπηρέαστος, άμωμος, αποστειρωμένος και παντοδύναμος, έτοιμος να σηκώσει στο σταυρό του ολόκληρη την κοινωνία μας. Πουθενά η πολιτική ευθύνη, οι γονείς, το ευρύτερο κοινωνικο–οικονομικό πλαίσιο. Ως συνήθης ύποπτος, παντού και πάντα, ο καθηγητής. Καταδικασμένος έτσι, στο θάλαμο αναγνώρισης υπόπτων, να αντικρύζει κατάματα μόνο το είδωλό του, αυτο–ενοχοποιημένος και γυμνός, όταν πίσω απ’ το ανακριτικό τζάμι, ολόκληρος ο θίασος των δολοφόνων, υψώνει το δάχτυλο εναντίον του. Αυτά είναι τα παιδαγωγικά του ΑΣΕΠ.

Από την άλλη, υπάρχουν και τα υπόλοιπα ερωτήματα: εγκυκλοπαιδικά, ιστορικά, φιλοσοφικά! Πήραμε τη διδασκαλία για τηλεπαιχνίδι. Κανείς δε σε ρωτάει αν αγαπάς αυτό που κάνεις, αν αγαπάς τα παιδιά, αν κατεβαίνεις από την έδρα και τ’ αντικρύζεις κατάματα σαν ίσος προς ίσους, αν τουλάχιστον τα σέβεσαι. Όμως, θεωρείσαι άξιος και ικανός, αν γνωρίζεις καλά τα παιδαγωγικά ιδεώδη της Αναγέννησης ή του Διαφωτισμού (σύμφωνα πάντα με τον αξιοσέβαστο Dilthey - Ντιλτάι), αν έχεις αποστηθίσει επαρκώς τα αποφθέγματα του Αριστοτέλη, του Έρβαρτου, του Κομένιου ή αν έχεις παπαγαλίσει, καταπίνοντας αναρίθμητες δόσεις χασμουρητών, τις θεωρίες περί διδακτικών στόχων του Mager (ή του κάθε Mager, για να μην προσβάλουμε κανένα ιερό τέρας της παιδαγωγικής επιστήμης).

Έτσι καταλήγουμε σε ερωτήματα, των οποίων η γελοιότητα, αν το καλοσκεφτεί κανείς, αγγίζει τα όρια του τραγικού. Ερωτάται, φερ’ ειπείν, ο υποψήφιος, με σοβαρότητα κι εμβρίθεια:


Δεν ξέρω για εσάς, ωστόσο, εγώ εξοργίζομαι από τη διατύπωση αυτού του ερωτήματος! Εξοργίζομαι από την συναισθηματική μιζέρια, από τη μούχλα του ετοιμοθάνατου που αποπνέει κάθε λέξη, κάθε σημείο στίξης και, συνεκδοχικά, η ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, που επιφορτίζονται μέσα απ’ το δημοσιο–υπαλληλίστικο κιβούρι τους να με κρίνουν κατάλληλο ή ακατάλληλο να πατήσω το πόδι μου στην τάξη! Τουλάχιστον, δε χρειάστηκα ποτέ να διδαχτώ το... χαμόγελο! Μα δε συνειδητοποιείτε την κατάντια, λοιπόν; Το χαμόγελο δεν είναι πια χαμόγελο, παρά «θετικός ενισχυτής»! Δεν πηγάζει ανέμελα κι αυθόρμητα από τη συναστροφή μας με παιδιά που γελούν ανέμελα κι αυθόρμητα, αλλά αποτελεί μέρος στρατηγικής εκπαίδευσης, υπολογιστικής σκέψης, με άλλα λόγια αποτελεί ένα νεκρό προσωπείο, το οποίο επενδυόμαστε κατά βούληση.

Αυτό φαίνεται καθαρότερα πιο κάτω: «Η θετική έκφραση του προσώπου»! Εδώ ο συγγραφέας ξεμπροστιάζεται ανερυθρίαστα, απροκάλυπτα! Υπάρχει έστω και ένας υγιής ψυχικά άνθρωπος πάνω στον πλανήτη, που να μπορεί να μου εξηγήσει, χωρίς να λυθεί σε καγχασμούς, τι σημαίνει «θετική έκφραση του προσώπου»; Μα φυσικά και όχι! Γιατί δε σημαίνει τίποτε περισσότερο από μια γκριμάτσα, έναν μαϊμουδίστικο, έναν τρισάθλιο και γκροτέσκο μορφασμό! Μια γλοιώδη, άψυχη σύσπαση των μυών του προσώπου, η οποία δεν είναι σε θέση να ξεγελάσει κανέναν! Ίσως μονάχα τους αξιοθρήνητους εμπνευστές, ετούτης της γραφειοκρατικής παρωδίας που ονομάζουμε ΑΣΕΠ.

Ο χώρος δεν επαρκεί για μια εκτενέστερη ανάλυση, επιπλέον, του β. Τι να σχολιάσει κανείς, βεβαίως; Είναι φανερό, πως εξισώνει τα παιδιά με ινδικά χειρίδια ή με σκυλιά του Παβλόφ. Συνεκδοχικά, εξισώνει τον καθηγητή με ένα σωστό επαγγελματία επιστήμονα (χειρούργο κατά προτίμηση), ο οποίος στο τέλος της χρονιάς θα τραβήξει πέντα–δέκα γραμμές σ’ ένα διάγραμμα απόδοσης. Αν είναι ανοδικές θα μειδιάσει ικανοποιημένος απ’ το διδακτικό του έργο, αν είναι καθοδικές θα συνοφρυωθεί για την «κακή πάστα» παιδιών και το «χαμηλό φετινό επίπεδο». Κι αναρωτιέμαι αν όλοι αυτοί οι «ιδανικοί» καθηγητές, που φιλοδοξεί να κατασκευάσει ο ΑΣΕΠ, αν θα ήταν ποτέ σε θέση να γνωρίσουν, ν’ αγγίξουν έστω κι έναν άνθρωπο στη ζωή τους.

Περιττό να αναφέρουμε ότι σωστή απάντηση είναι η δ. Κατά μία έννοια. Κατά μια άλλη, σωστή απάντηση είναι να τα βροντήξεις όλα κάτω και να ρίξεις μια χορταστική μούντζα, κατά παντός υπευθύνου!


Μπαίνω στην τάξη κι αυτό που βλέπω είναι η μικρή μου παρέα. Είναι οι άνθρωποι με τους οποίους περνάω, καθημερινά, ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Έχουμε γελάσει μαζί, έχουμε συγκινηθεί μαζί, έχουμε εξοργισθεί μαζί, έχουμε στεναχωρεθεί μαζί, έχουμε μοιραστεί αναρίθμητες στιγμές και συναισθήματα ή γνώση. Σε κάποιους έχω αδυναμία, σχεδόν όλους όμως τους λάτρεψα ή τους λατρεύω! Κάποιους, πιο σπάνια, ίσως και να τους έχω αντιπαθήσει! Δεν ξέρω αν αυτό είναι παιδαγωγικά σωστό, αλλά δε με νοιάζει! Δε με νοιάζει γιατί καταλαβαίνω ότι δεν είμαι παρά άνθρωπος και ο ρόλος μου δεν είναι ν’ απονεκρώσω την ψυχή μου, αλλά να καταφέρω να την αγκαλιάσω, να την κατανοήσω. Και δε με νοιάζει, ακόμη, γιατί μερικές φορές όταν βρίσκομαι ανάμεσα στα παλιόπαιδα αυτά, νιώθω να ξεχειλίζει η καρδιά μου από τέτοιαν αγάπη, που μου φαίνεται αβάσταχτα φτηνότερο, ασύγκριτα υποδεέστερο να τοποθετήσω τον όποιο διδακτικό, δοκιμαστικό σωλήνα ψηλότερα απ’ την αγάπη μου αυτή! Όχι δεν τα ξέρω όλα, όχι δεν αρνούμαι τη μάθηση! Αλλά η αγάπη μου είναι μπροστάρης και τα παρασέρνει όλα στο πέρασμά της! Αυτή ανοίγει το δρόμο, αυτή έχει και την πρώτη κουβέντα! Ό,τι δεν συμβαδίζει μαζί της εξοβελίζεται ως ψεύτικο, αποσκορακίζεται ως νόθο!

Και δε με νοιάζει, πολύ περισσότερο, γιατί όσο και να προσπαθεί ο κάθε καραγκιόζης (με την κακή έννοια του καραγκιόζη) να με πείσει πως για όλα υπεύθυνος είμαι εγώ, ξέρω ότι κατά βάθος δεν είμαι! Παίρνω το μερίδιο ευθύνης που μου αναλογεί και συνεχίζω μόνος (είτε συντροφιά με όσους συμμερίζονται τις σκέψεις μου), μακριά απ’ τα μικρο–πολιτικά ξεράσματα, τα ευκαιριακά αποφθέγματα και τις υποκριτικές ερμηνείες. Ξέρω ότι δεν είμαι τέλειος, γνωρίζω πως είμαι ανεπαρκής σε πολλά, αλλά προσπαθώ, παλεύω, εξελίσσομαι! Όμως ποτέ δεν ξεχνώ, μέσα από αυτή την πάλη, πως απέναντί μου έχω πάντα ψυχές μοναδικές και ανεπανάληπτες! Είναι απίστευτο το πως, έξι χρόνια τώρα που διδάσκω, δεν έχω γνωρίσει ούτε ένα παιδί που να μοιάζει με κάποιο άλλο. Ούτε ένα! Μια ματιά, ένα χαμόγελο που να έχει επαναληφθεί, ποτέ! Κι αν αυτό δεν είναι υπέροχο, τότε τι είναι; Τελειώνεις μιαν απόδειξη, μιαν άσκηση και κάποιες ματιές αστράφτουν! Το νιώθεις, δε στο διδάσκει κανείς αυτό! Μα κι οι άλλες ματιές έχουν τη θέση τους: βαριεστημένες, απορημένες, χαριτωμένες, αδιάφορες, κουρασμένες, περιπαιχτικές, μάγκικες, ερωτικές, αφελείς, οργισμένες, ειρωνικές, αλανιάρες, γλυκές, ανόητες, ρατσιστικές, απορριπτικές! Κάπου, στο τέλος της χρονιάς, όταν η ψυχή λίγο χαλαρώνει, όλες σου φαίνονται εξίσου αγαπημένες ή εξίσου απαραίτητες!

Δεν ξέρω αν θα περάσω ποτέ στο Δημόσιο, δεν ξέρω καν αν θ’ αντέξω να κάνω αυτή τη δουλειά για πολλά χρόνια ακόμα! Ξέρω μονάχα πως με θλίβει βαθιά όταν οι αδιάφοροι καλούνται να κρίνουν όσους από εμάς νοιαζόμαστε και, πολύ συχνά, αφήνουμε λίγη από την ψυχή μας μες την τάξη. Ξέρω πως αηδιάζω όταν οι κρετίνοι και οι ανέραστοι καλούνται να αποφασίσουν για όσους από εμάς αγκαλιάζουμε κι ερωτευόμαστε. Ξέρω πως εξοργίζομαι κι αντιδρώ όταν οι νεκροί και ωχρομέλανες καλούνται να παζαρέψουν με τα νύχια τους τη ζωή μας και το φως! Δε επιθυμώ συμβιβασμούς μαζί τους, δε γυρεύω εποικοδομητικούς διαλόγους και μέσες οδούς, δηλαδή οδούς της μάσας! Επιθυμώ, μονάχα, να βρω κάποτε τη θέληση και να επαναστατήσω εναντίον τους! Επιθυμώ, μονάχα, να βρω κάποτε το κουράγιο να τους πολεμήσω, ν’ αφανίσω την ψώρα τους από προσώπου γης! Ίσως τότε... ίσως να μην έχουν πια τα σχολεία κάγκελα...