Επιστολή προς γονείς
& πάσης φύσεως κηδεμόνες [Μέρος 1ο].

Σας γράφω γιατί κάποτε μου εμπιστευθήκατε τα παιδιά σας. Θυμάστε; Μου τα εμπιστευθήκατε, όχι φυσικά για να τα κάνω καλύτερους ανθρώπους, όπως ίσως υπονοούν (και παραπλανούν) οι λέξεις «δάσκαλος», «καθηγητής», «παιδαγωγός» ή «εκπαιδευτικός» ∙ εφόσον βέβαια εκληφθούν ως τίτλοι τιμής και όχι ως επικυρωμένα φωτοαντίγραφα αντίστοιχων πτυχίων. Αυτό θα ήταν σίγουρα μια τιμή αναπάντεχη, ωστόσο προς έναν άνθρωπο ανάξιο να επωμιστεί τέτοιους ρόλους... επικούς. Τέτοιες τιμές, τις έχετε αναλάβει εξ’ ολοκλήρου εσείς, ως κηδεμόνες. Ή τουλάχιστον αυτή είναι η ψευδαίσθηση με την οποία προτιμάτε να κοιμάστε τα βράδια, πολλοί από σας, όσοι δηλαδή θεωρείτε ότι δέκα χαρτονομίσματα και πέντε συμβουλές προκάτ αρκούν για να διεκδικήσετε την ισόβια καταξίωση. Τι τα θέλετε; Σάμπως μας διδάσκει κανείς ποιος είναι ο σωστός τρόπος, ώστε να μεγαλώσουμε ένα παιδί;

Αλλά φυσικά, το μόνο που περιμένατε από μένα ήταν να καλλιεργήσω στα παιδιά σας, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, τη μαθηματική σκέψη και μέθοδο. Κάποιοι πάλι από σας - ίσως περισσότερο προσγειωμένοι, ίσως λιγότερο φιλόδοξοι - περιμένατε απλά να τους υποδείξω τρόπους να προβάρουν πέντε-δέκα τυποποιημένες, μαθηματικές ατάκες για να «τη βγάλουν καθαρή», να «ξεγελάσουν» το σύστημα. Στην πραγματικότητα βέβαια κανείς δεν ξεγελά κανέναν, αφού το σύστημα δεν αξιώνει και τίποτα βαθύτερο από τη στείρα απομνημόνευση. Έτσι, παίζοντας ο καθένας όσο μπορεί καλύτερα τον δικό του «υποκριτικό» ρόλο (ο καθηγητής ότι διδάσκει πραγματικά, ο μαθητής ότι μαθαίνει πραγματικά, ο κηδεμόνας ότι στηρίζει πραγματικά και τέλος το κράτος ότι ανταμείβει πραγματικά) καταφέρνουμε να δώσουμε μιαν αξιοπρεπή παράσταση, σ’ αυτό το θέατρο σκιών που λέγεται «πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις».

Ίσως κάποιοι να με θυμάστε λίγο ζαλισμένο, σ’ εκείνη τη σοβαροφανή συγκέντρωση γονέων, ίσως πάλι σ’ εκείνο το αγχωμένο διάλειμμα μιας καθημερινής. Τότε που ήρθατε διστακτικοί κι ανήσυχοι, άλλοι από καρδιάς, άλλοι πάλι για τα μάτια του κόσμου ή γι’ άλλους λόγους προσωπικούς, να με ρωτήσετε για την πρόοδο του παιδιού σας. Ενός παιδιού που ελάχιστα γνωρίζατε συνήθως, αφού εκείνο που προσέχατε περισσότερο ήταν οι δικοί σας φόβοι ή τα δικά σας σχέδια για τη ζωή του. Έτσι λοιπόν, πόσες ελπίδες υπήρχαν ν’ αντιληφθείτε τι σημαίνει πραγματικά πρόοδος γι’ αυτό; ακόμα δηλαδή κι αν εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος γνώριζε να σας το απαντήσει αυτό με υπευθυνότητα;

Όμως επειδή αυτά τα πράγματα δε γίνονται στον αληθινό κόσμο, επέλεγα κι εγώ να σας απαντώ με τα λόγια ακριβώς εκείνα, τα οποία περιμένατε ν’ ακούσετε: εξαιρετικό παιδί, με πολλές δυνατότητες, να διαβάζει λίγο περισσότερο στο σπίτι. Και πολλά άλλα τέτοια όμορφα, μεταξύ αποφαντικής προχειρότητας και παιδαγωγικής ημιμάθειας. Από μια μεριά φυσικά, δεν κορόιδευα κανέναν: αυτά πίστευα κι εγώ, όταν οι συνθήκες με ανάγκαζαν να υποδυθώ τον τυπικό ρόλο ενός φροντιστηριακού εκπαιδευτικού.

Υπήρχε όμως κι αυτή, η άλλη μεριά. Γιατί αν επιμένατε να σας απαντήσω ελεύθερος από ρόλους και ταμπέλες, αν σας ενδιέφερε ν’ ακούσετε εκείνο που πραγματικά ταλάνιζε τις σκέψεις μου και την καρδιά μου, τότε θα έπρεπε να κουβεντιάζουμε ώρες ατελείωτες, αν όχι ημέρες. Θα καθόμασταν και θα κουβεντιάζαμε με πραγματικό ενδιαφέρον για τη ζωή και τα όνειρα του παιδιού σας, για τη ζωή και τις διαψεύσεις τις δικές σας, για τη ζωή και τα οράματα τα δικά μου, για τη ζωή και τη δίνη ολάκερου αυτού του κόσμου, μέσα στον οποίο στροβιλιζόμαστε άπαντες κι ο οποίος περιμένει να υποδεχτεί το λατρευτό σας σπλάχνο, άλλοτε με ανοιχτές αγκάλες, συχνότερα όμως με προτεταμένους κυνόδοντες.

Όπως ήδη αναφέραμε όμως, αυτά τα πράγματα δε συμβαίνουν στον αληθινό κόσμο, στον κόσμο δηλαδή που ζούμε. Στον κόσμο αυτόν, εγώ θα συνεχίζω να είμαι ένας τυπικός μαθηματικός, επιφορτισμένος συχνά με τη γονεϊκή επιταγή να πιέζω για περισσότερο διάβασμα, εσείς θα συνεχίζετε να είστε οι τυπικοί κηδεμόνες εξαντλώντας τα όρια της φαντασίας σας σε ατάκες του τύπου «είσαι έτοιμος/η για αύριο παιδί μου;» ή «θα σου κόψω τις βόλτες/το internet» και τα παιδιά σας/μας θα συνεχίζουν να καταβάλλουν το ελάχιστο των δυνατοτήτων τους, παντελώς αδιάφορα, όντας αρκετά έξυπνα ώστε να αντιληφθούν ότι όλοι μουρμουράνε σα ζόμπι τα μάντρα «ΑΕΙ», «ΤΕΙ» και «περισσότερα λεφτά» και κανείς δε δίνει δεκάρα τσακιστή για την παιδεία, δεδομένου ότι κανείς δε δείχνει να συμπεριφέρεται σα να υπήρχε κάτι τέτοιο στην κατοχή του. Και δε μιλάμε φυσικά για τη σχολική παιδεία - προς θεού, αυτό κι αν είναι ουτοπία - αλλά για την άλλη, την παιδεία την ξεχασμένη, της καθημερινότητας.

Πολύ περισσότερο όμως κι από την παιδεία, κανείς τελικά δε φαίνεται να δίνει την παραμικρή σημασία για όλα όσα τα ίδια τα παιδιά θεωρούν σημαντικά στη ζωή τους. Έτσι, όλοι επιστρέφουμε κάποτε στα σπίτια μας «ικανοποιημένοι» με τους εαυτούς μας ή «ευχαριστημένοι» από ετούτο το μικρό θεατράκι που λάβαμε μέρος. Αυτή δηλαδή τη σύντομη μυθοπλασία της ενημέρωσης γονέων, τη γαρνιρισμένη με δόσεις υπερβάλλουσας έγνοιας, την κάπως γλυκόπικρη βεβαίως, αφού τελικά βασίζεται πάνω σε πραγματικά γεγονότα: τη ζωή των παιδιών σας και τη ζωή τη δική σας.

Πότε λοιπόν θ’ αποφασίσουμε ότι κουραστήκαμε να κλωθογυρίζουμε την ίδια καραμέλα, ανάμεσα στις οδοντοστοιχίες μας; Πότε λοιπόν θα κοντοσταθούμε απηυδισμένοι απ’ όλες αυτές τις τυπικές κουβέντες, όπου στην καλύτερη των περιπτώσεων ανταλλάσσουμε φτηνές κοινοτοπίες, χαμογελώντας ο ένας στον άλλο με ναρκισσιστική εμβρίθεια; Πότε θα παραδεχτούμε ότι η εποχή της αυθεντίας επτώχευσε από καιρό, ότι περισσότερο κι από μια βλοσυρή ματιά βοηθάει συχνά ένα χαμηλωμένο βλέμμα; Και δε μιλάμε φυσικά για το χαμήλωμα μιας αδήριτης ήττας ή μιας ανώριμης παράδοσης. Μιλάμε για το χαμήλωμα της ταπεινότητας, εκείνο που παραδέχεται την ημιμάθειά του, αν όχι την άγνοια. Εδώ μιλάμε για τα παιδιά σας, όχι για συνταγές μαγειρικής. Πώς θα καταφέρετε να γνωρίσετε αληθινά, έστω και το μικρό τους δαχτυλάκι, αν επιχειρήσετε να τα πλησιάσετε με βολικές κι ετοιματζίδικες απαντήσεις, αντί ερωτήσεων και ειλικρινούς απορίας; Πώς θα καταφέρετε να μάθετε το παραμικρό γι’ αυτά, αν δεν αποφασίσετε να μαθητεύσετε κι εσείς στη ζωή τους, όπως δασκαλίστικα απαιτείτε να μαθητεύσουν τα ίδια, σε πράγματα για τα οποία δεν καίγεται κανενός καρφάκι, ένα γύρω;

Τέλος πάντων, με τι μούτρα βγαίνω κι εγώ να μιλήσω για όλα ετούτα, άτεκνος και μαλθακός από τις δυσκολίες της ανατροφής, με άλλα λόγια άπειρος, θεωρητικός και φαφλατάς; Δεν πειράζει όμως. Στη χειρότερη των περιπτώσεων, θα με αποκηρύξετε ως ανόητο κι αιθεροβάμονα (ίσως μου κάνετε τη χάρη να με αποκαλέσετε ακόμη και ρομαντικό). Στην καλύτερη όμως, ίσως κρατήσετε κάτι χρήσιμο απ’ την επικριτική κι απαισιόδοξη ματιά μου. Έστω κι αν αυτό είναι η συνειδητή απόρριψή της. Έστω η μνήμη της και μόνο.